μινυανθές

μινυανθές
μινυανθής
blooming a short time
masc/fem voc sg
μινυανθής
blooming a short time
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηνυανθές ή μήνανθος ή μινυανθές — Φυτό που ανήκει στο γένος των αγγειοσπέρμων δικοτυληδόνων της οικογένειας των γεντιανίδων. Φύεται κυρίως στην Ινδία, ενώ μερικά από τα 25 είδη του συναντώνται και σε περιοχές της Ελλάδας, σε διάφορους υγρότοπους. Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • μινυανθής — μινυανθής, ές (Α) 1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”